- αθεώρητος
- -η, -ο (Α ἀθεώρητος, -ον) [θεωρῶ]νεοελλ.αυτός που δεν έχει θεωρηθεί, ανεξέταστος, ανεπικύρωτοςαρχ.1. αθέατος, αόρατος2. αυτός που δεν έχει μελετήσει ή εξετάσει κάτι, ο μη γνώστης σε κάτι3. ο μη νοήμων.
Dictionary of Greek. 2013.