αθεώρητος

αθεώρητος
-η, -ο (Α ἀθεώρητος, -ον) [θεωρῶ]
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει θεωρηθεί, ανεξέταστος, ανεπικύρωτος
αρχ.
1. αθέατος, αόρατος
2. αυτός που δεν έχει μελετήσει ή εξετάσει κάτι, ο μη γνώστης σε κάτι
3. ο μη νοήμων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀθεώρητος — not seen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθεώρητος — η, ο αυτός που δε θεωρήθηκε, δεν πέρασε από κάποιον έλεγχο: Τα εντάλματα πληρωμής είναι ακόμη αθεώρητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθεωρήτως — ἀθεώρητος not seen adverbial ἀθεώρητος not seen masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεώρητον — ἀθεώρητος not seen masc/fem acc sg ἀθεώρητος not seen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεωρητότατος — ἀθεώρητος not seen masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεωρήτοις — ἀθεώρητος not seen masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεωρήτου — ἀθεώρητος not seen masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεωρήτους — ἀθεώρητος not seen masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεωρήτων — ἀθεώρητος not seen masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεωρήτῳ — ἀθεώρητος not seen masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”